Τσάκωνας

Τσάκωνας
ο
θηλ. -ισσα κάτοικος περιοχής της Αρκαδίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δάσκαλος, Ιωάννης ή Τσάκωνας — Αγωνιστής του 1821. Διακρίθηκε σε μάχη στους Αγίους Θεοδώρους της Αθήνας …   Dictionary of Greek

  • τσακωνικός — ή, ό, και τσακώνικος, η, ο, Ν [Τσάκωνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσάκωνες ή στην Τσακωνία 2. το ουδ. ως ουσ. το τσακώνικο ο καρπός μιας ποικιλίας τού φυτού απιδιά η κοινή 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσακωνικά και τσακώνικα η …   Dictionary of Greek

  • АФИНАГОР I Спиру Аристоклис — (Спиру Аристоклис; 25.03.1886, с. Цараплана (совр. Василикон), Эпир 7.07.1972, Стамбул), Патриарх К польский (с 27 янв. 1949). Род. в семье врача; в 13 лет потерял мать (умерла от тифа). Начальное образование получил в родном селе, в 1895 1899 гг …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”